- ἀνάφλεξις
- ἀνάφλεξιςlighting upfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανάφλεξη — η (Α ἀνάφλεξις) [αναφλέγω] 1. ξαφνική και απότομη μετάδοση σπινθήρα ή φλόγας 2. έκρηξη πάθους, αναρρίπιση πάθους 3. ξέσπασμα ταραχών, πολέμου κ.λπ … Dictionary of Greek
ἀναφλέξῃ — ἀναφλέξηι , ἀνάφλεξις lighting up fem dat sg (epic) ἀναφλέγω light up aor subj mid 2nd sg ἀναφλέγω light up aor subj act 3rd sg ἀναφλέγω light up fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)